Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀπισθοφόρος
ὀπισθοφυλακέω
ὀπισθοφυλακία
ὀπισθοφύλαξ
ὀπισθοχειμών
ὀπισθόχειρ
ὀπισθόψιλος
ὀπισθυπέρα
ὄπισμα
ὀπισμός
ὀπισσόδομος
ὀπισσοπόρευτος
ὄπισσος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὀπίσωρ
ὀπισώτατος
ὀπιτθοτίλα
ὀπιτίων
ὁπλάριον
ὁπλασία
View word page
ὀπισσόδομος
ὀπισσό-δομος,
A). v. ὀπισθόδομος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀπισσόδομος
Headword (normalized):
ὀπισσόδομος
Headword (normalized/stripped):
οπισσοδομος
IDX:
74514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74515
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀπισσό-δομος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀπισθόδομος.</span> </div> </div><br><br>'}