Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνάσαρξ
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνασεισίφαλλος
ἀνάσεισις
ἀνάσεισμα
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνασιλλοκομάω
ἀνάσιλλος
ἀνασιμαίνομαι
ἀνάσιμος
View word page
ἀνασειστικός
ἀνα-σειστικός, , όν,
A). exciting, τοῦ ὄχλου Eust. 211.7 .


ShortDef

exciting

Debugging

Headword:
ἀνασειστικός
Headword (normalized):
ἀνασειστικός
Headword (normalized/stripped):
ανασειστικος
IDX:
7450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7451
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνα-σειστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exciting,</span> <span class="quote greek">τοῦ ὄχλου</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:211:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:211.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 211.7 </a> .</div> </div><br><br>'}