Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀπισθοκρηπίς
ὀπισθοκύφωσις
ὀπισθομήριον
ὀπισθόμηρον
ὀπισθονόμος
ὀπισθονυγής
ὀπισθόποντος
ὀπισθοπόρος
ὀπισθόπους
ὀπισθορμέω
ὀπισθόρμητος
ὀπισθόρροια
ὀπισθοσφενδόνη
ὀπισθότερος
ὀπισθοτίλη
ὀπισθοτονία
ὀπισθοτονικός
ὀπισθότονος
ὀπισθοτονώδης
ὀπισθουρητικός
ὀπισθοφάλακρος
View word page
ὀπισθόρμητος
ὀπισθ-όρμητος, ον,
A). hastening back, Id. s.v. παλίνορσος , etc.


ShortDef

hastening back

Debugging

Headword:
ὀπισθόρμητος
Headword (normalized):
ὀπισθόρμητος
Headword (normalized/stripped):
οπισθορμητος
IDX:
74492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀπισθ-όρμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hastening back,</span> Id. s.v. <span class="ref greek">παλίνορσος</span> , etc.</div> </div><br><br>'}