Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄναρχος
ἀνασαβρῶσαι
ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνάσαρξ
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνασεισίφαλλος
ἀνάσεισις
ἀνάσεισμα
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνασιλλοκομάω
ἀνάσιλλος
View word page
ἀνάσεισμα
ἀνά-σεισμα, ατος, τό, = foreg., D.H. 14.9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνάσεισμα
Headword (normalized):
ἀνάσεισμα
Headword (normalized/stripped):
ανασεισμα
IDX:
7448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7449
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνά-σεισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:14:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:14.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 14.9 </a>.</div><br><br>'}