Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀπικός
ὄπιον
ὀπίουρος
ὀπιπᾶ
ὀπιπευτήρ
ὀπιπεύω
ὄπις
ὀπισαμβώ
ὄπισθᾰ
ὀπισθάγκωνα
ὀπισθέκτιτος
ὄπισθεν
ὀπισθέναρ
ὀπισθένη
ὀπισθίδιος
ὀπίσθιος
ὀπισθοβάμων
ὀπισθοβαρής
ὀπισθοβάτης
ὀπισθόβολος
ὀπισθοβριθής
View word page
ὀπισθέκτιτος
ὀπισθ-έκτιτος, ον,
A). gloss on παλίντιτος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀπισθέκτιτος
Headword (normalized):
ὀπισθέκτιτος
Headword (normalized/stripped):
οπισθεκτιτος
IDX:
74457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀπισθ-έκτιτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">παλίντιτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}