Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀπιδνός
ὀπιέλαιος
ὀπίζομαι
ὀπίζω
ὄπιθε
ὀπιθόμβροτος
Ὀπικοί
ὀπικός
ὄπιον
ὀπίουρος
ὀπιπᾶ
ὀπιπευτήρ
ὀπιπεύω
ὄπις
ὀπισαμβώ
ὄπισθᾰ
ὀπισθάγκωνα
ὀπισθέκτιτος
ὄπισθεν
ὀπισθέναρ
ὀπισθένη
View word page
ὀπιπᾶ
ὀπιπᾶ·
ἐξαπατᾶ, ἀπαταιῶν,
Hsch.
; i. e.
ὀπιπᾷ· ἐξαπατᾷ,
and
ὀπῖπα· ἀπατεών
(cf.
γυναικοπίπης, παρθενοπίπης, παιδοπίπης, πυρροπίπης
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀπιπᾶ
Headword (normalized):
ὀπιπᾶ
Headword (normalized/stripped):
οπιπα
IDX:
74450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74451
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀπιπᾶ·</span> <span class="foreign greek">ἐξαπατᾶ, ἀπαταιῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ; i. e. <span class="foreign greek">ὀπιπᾷ· ἐξαπατᾷ,</span> and <span class="foreign greek">ὀπῖπα· ἀπατεών</span> (cf. <span class="foreign greek">γυναικοπίπης, παρθενοπίπης, παιδοπίπης, πυρροπίπης</span>).</div><br><br>'}