Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνάρυσις
ἀναρυστῆρα
ἀναρύτω
ἀναρχαΐζω
ἀνάρχετος
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαβρῶσαι
ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνάσαρξ
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνασεισίφαλλος
ἀνάσεισις
ἀνάσεισμα
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασεύομαι
View word page
ἀνάσαρξ
ἀνάσαρξ
,
κος
, Adj., in sense of
A).
ἀνὰ σάρκα, τοὺς ἀνάσαρκας ὕδρωπας
Gal.
14.275
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνάσαρξ
Headword (normalized):
ἀνάσαρξ
Headword (normalized/stripped):
ανασαρξ
IDX:
7442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7443
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνάσαρξ</span>, <span class="itype greek">κος</span>, Adj., in sense of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ἀνὰ σάρκα, τοὺς ἀνάσαρκας ὕδρωπας</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.275 </span> .</div> </div><br><br>'}