Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπύνδαξ
ὀξυπώγων
ὀξυρεγμία
View word page
ὀξυπολυφαγία
ὀξῠ-πολῠφᾰγία, ,
A). quickness of eating and digesting, ib. (prob.).


ShortDef

quickness of eating and digesting

Debugging

Headword:
ὀξυπολυφαγία
Headword (normalized):
ὀξυπολυφαγία
Headword (normalized/stripped):
οξυπολυφαγια
IDX:
74352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74353
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀξῠ-πολῠφᾰγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">quickness of eating and digesting,</span> ib. (prob.).</div> </div><br><br>'}