Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
ὀξύπρῳρος
ὀξυπτέριον
ὀξύπτερος
ὀξύπυγος
ὀξυπύθμενος
ὀξυπύνδαξ
ὀξυπώγων
View word page
ὀξυποδία
ὀξῠ-ποδία, ,
A). quickening of one's pace, ib.


ShortDef

quickening of one's pace

Debugging

Headword:
ὀξυποδία
Headword (normalized):
ὀξυποδία
Headword (normalized/stripped):
οξυποδια
IDX:
74351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74352
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀξῠ-ποδία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">quickening of one\'s pace,</span> ib.</div> </div><br><br>'}