Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀξύνω
ὀξυόδους
ὀξυόστρακος
ὀξυπαγής
ὀξυπαιδερώτινος
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπαροπτάω
ὀξύπεινος
ὀξυπέπερι
ὀξυπετής
ὀξύπετρος
ὀξυπευκής
ὀξύπικρος
ὀξύπληκτος
ὀξυπλήξ
ὀξυποδέω
ὀξυποδητής
ὀξυποδία
ὀξυπολυφαγία
ὀξυπόριος
ὀξυπόρος
View word page
ὀξύπετρος
ὀξῠ/-πετρος, ον,
A). with sharp stones, γῆς ποιὸν εἶδος οἱ γεωργικοί φασιν, Hsch.


ShortDef

with sharp stones

Debugging

Headword:
ὀξύπετρος
Headword (normalized):
ὀξύπετρος
Headword (normalized/stripped):
οξυπετρος
IDX:
74344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀξῠ/-πετρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with sharp stones,</span> <span class="foreign greek">γῆς ποιὸν εἶδος οἱ γεωργικοί φασιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}