Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναρρύω
ἀναρρώννυμι
ἀναρρώομαι
ἀνάρρωσις
ἀνάρσιος
ἀναρτάω
ἀναρτέομαι
ἀνάρτησις
ἀνάρτιος
ἀνάρτυτος
ἀναρυγή
ἀνάρυσις
ἀναρυστῆρα
ἀναρύτω
ἀναρχαΐζω
ἀνάρχετος
ἀναρχία
ἄναρχος
ἀνασαβρῶσαι
ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
View word page
ἀναρυγή
ἀναρυγή, corrupt for ἀνορυγή (q. v.), PRyl. 95.8 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναρυγή
Headword (normalized):
ἀναρυγή
Headword (normalized/stripped):
αναρυγη
IDX:
7431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναρυγή</span>, corrupt for <span class="foreign greek">ἀνορυγή</span> (q. v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRyl.</span> 95.8 </span>.</div><br><br>'}