Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀξυκέρως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκοΐα
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξυκυάμια
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
ὀξυλαβέω
ὀξυλάβη
ὀξύλαβος
ὀξυλαβής
ὀξυλαβία
ὀξύλαβος
View word page
ὀξυκραματοπώλης
ὀξῠ-κρᾱμᾰτοπώλης, ου, ,
A). poscarius, ib.


ShortDef

poscarius

Debugging

Headword:
ὀξυκραματοπώλης
Headword (normalized):
ὀξυκραματοπώλης
Headword (normalized/stripped):
οξυκραματοπωλης
IDX:
74301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀξῠ-κρᾱμᾰτοπώλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">poscarius,</span> ib.</div> </div><br><br>'}