Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀξυκαμπής
ὀξυκάρδιος
ὀξυκάρηνος
ὀξύκεδρος
ὀξυκέλευθος
ὀξυκέρατος
ὀξυκέρως
ὀξυκέφαλος
ὀξυκινησία
ὀξυκίνητος
ὀξυκοΐα
ὀξυκόμινα
ὀξυκόμμι
ὀξύκομος
ὀξυκόρακος
ὀξύκραμα
ὀξυκραματοπώλης
ὀξύκρατον
ὀξυκυάμια
ὀξυκώκυτος
ὀξυλάβεια
View word page
ὀξυκοΐα
ὀξυκοΐα, ὀξύκοος,
A). v. ὀξυηκ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀξυκοΐα
Headword (normalized):
ὀξυκοΐα
Headword (normalized/stripped):
οξυκοια
IDX:
74295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀξυκοΐα</span>, <span class="orth greek">ὀξύκοος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀξυηκ-.</span> </div> </div><br><br>'}