ὀξυθύμια2
ὀξῠθῡ/μ-ια, τά,
A). refuse deposited at cross-roads near the statues of Hecate, ὃν χρῆν ἔν τε ταῖς τριόδοις κἀν τοῖς ὀξυθυμίοις προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα should have been burned among the refuse, ; 120 περὶ οὗ πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖς ὀ. ἡ στήλη σταθείη ἢ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἱεροῖς Fr. 79 ; τῶν ὀ. ἀτιμότερος , cf. 5.163 2.231 ; = Ἑκαταῖα 11 , ap. , cf. , ; or perh. gallows (so ), τίς γὰρ ἂν ἀντὶ ῥαφανῖδος ὀξυθύμῑ εἰσορῶν ἔλθοι πρὸς ἡμᾶς; prob. in Com.Adesp. 400 ; cf. ἑκάτη.