Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὅνυ
ὀνύδιν
ὄνυμα
ὄνυξ
ὀνυρίζεται
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
ὀνυχιστήριον
ὀνυχίτης
View word page
ὀνυρίζεται
ὀνυρίζεται· ὀδύρεται, Hsch. (cf. ἐνυρήσεις).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνυρίζεται
Headword (normalized):
ὀνυρίζεται
Headword (normalized/stripped):
ονυριζεται
IDX:
74185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνυρίζεται·</span> <span class="foreign greek">ὀδύρεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ἐνυρήσεις</span>).</div><br><br>'}