Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνοφορβός
ὀνόφυλλον
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
ὅνυ
ὀνύδιν
ὄνυμα
ὄνυξ
ὀνυρίζεται
ὀνυχάλειμμα
ὀνυχιαῖος
ὀνυχίζω
ὀνυχιμαῖος
ὀνύχινος
ὀνύχιον
ὀνυχισμός
ὀνυχιστήρ
View word page
ὄνυμα
ὄνυμα, ὀνυμάζω, ὀνυμαίνω, ὀνυμαστός, Aeol. and Dor. for ὀνομ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄνυμα
Headword (normalized):
ὄνυμα
Headword (normalized/stripped):
ονυμα
IDX:
74183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄνυμα</span>, <span class="orth greek">ὀνυμάζω</span>, <span class="orth greek">ὀνυμαίνω</span>, <span class="orth greek">ὀνυμαστός</span>, Aeol. and Dor. for <span class="foreign greek">ὀνομ-.</span> </div><br><br>'}