Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοσσάμενος
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοτρόφος
ὄνουρις
ὀνοφορβός
ὀνόφυλλον
ὀνοχειλές
ὀνόχηλον
ὄντα
ὀντοποιέω
ὀντότης
ὄντως
View word page
ὀνοτός
ὀνοτ-ός, , όν,
A). v. ὀνοστός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνοτός
Headword (normalized):
ὀνοτός
Headword (normalized/stripped):
ονοτος
IDX:
74170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνοτ-ός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀνοστός.</span> </div> </div><br><br>'}