Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
ὀνόπορδον
ὀνοπρόσωπος
ὀνόπυξος
ὀνόρυγχος
ὄνος
ὄνοσις
ὀνοσκελίς
ὄνοσμα
ὀνοσσάμενος
ὀνοστάσιον
ὀνοστός
ὀνοστύππαξ
ὀνοσφαγία
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοτρόφος
ὄνουρις
ὀνοφορβός
ὀνόφυλλον
View word page
ὀνοσσάμενος
ὀνοσσάμενος, ὀνόσσεσθαι,
A). v. ὄνομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνοσσάμενος
Headword (normalized):
ὀνοσσάμενος
Headword (normalized/stripped):
ονοσσαμενος
IDX:
74164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74165
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνοσσάμενος</span>, <span class="orth greek">ὀνόσσεσθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄνομαι.</span> </div> </div><br><br>'}