Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνοματικός
ὀνομάτιον
ὀνοματισμός
ὀνοματογραφία
ὀνοματοθεσία1
ὀνοματοθέσια2
ὀνοματοθετέω
ὀνοματοθέτης
ὀνοματοθετικός
ὀνοματοθήρας
ὀνοματοκλήτωρ
ὀνοματολόγος
ὀνοματομάχος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοποίησις
ὀνοματοποιία
ὀνοματοποιός
ὀνοματουργέω
ὀνοματουργία
ὀνοματουργός
ὀνοματώδης
View word page
ὀνοματοκλήτωρ
ὀνομᾰτο-κλήτωρ, ορος, ,
A). = ὀνομακλήτωρ , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνοματοκλήτωρ
Headword (normalized):
ὀνοματοκλήτωρ
Headword (normalized/stripped):
ονοματοκλητωρ
IDX:
74145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74146
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνομᾰτο-κλήτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀνομακλήτωρ</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}