Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀνομάκλυτος
ὀνομασία
ὀνομαστέον
ὀνομαστής
ὀνομαστί
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματίζω
ὀνοματικός
ὀνομάτιον
ὀνοματισμός
ὀνοματογραφία
ὀνοματοθεσία1
ὀνοματοθέσια2
ὀνοματοθετέω
ὀνοματοθέτης
ὀνοματοθετικός
ὀνοματοθήρας
ὀνοματοκλήτωρ
ὀνοματολόγος
ὀνοματομάχος
View word page
ὀνοματισμός
ὀνομᾰτ-ισμός
,
ὁ
,
A).
list of names,
Ἀρχ. Ἐφ.
1910.362
(Thess.).
ShortDef
list of names
Debugging
Headword:
ὀνοματισμός
Headword (normalized):
ὀνοματισμός
Headword (normalized/stripped):
ονοματισμος
IDX:
74137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74138
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνομᾰτ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">list of names,</span> <span class="quote greek">Ἀρχ. Ἐφ.</span> <span class="bibl"> 1910.362 </span> (Thess.).</div> </div><br><br>'}