Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνῖτις
ὄννα
ὄννις
ὀνοβατέω
ὀνοβάτις
ὀνόβλιτον
ὀνοβρυχίς
ὀνόγαστρις
ὄνογλιν
ὀνόγυρος
ὀνοδέστεροι
ὀνοειδής
ὀνοθήλεια
ὀνοθήρας
ὄνοιρος
ὀνοκάρδιον
ὀνοκένταυρα
ὀνοκέφαλος
ὀνοκίνδιος
ὀνοκόμος
ὀνοκόπος
View word page
ὀνοδέστεροι
ὀνοδέστεροι· ἄγνωστοι, Hsch. (fort. οἱ νηϊδέστεροι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνοδέστεροι
Headword (normalized):
ὀνοδέστεροι
Headword (normalized/stripped):
ονοδεστεροι
IDX:
74107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74108
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνοδέστεροι·</span> <span class="foreign greek">ἄγνωστοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">οἱ νηϊδέστεροι</span>).</div><br><br>'}