Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνή
ὀνηγός
ὀνήϊος
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
ὀνήμενος
ὀνήμων
ὀνησιδώρα
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὀνησιφόρος
ὀνητός
ὀνήτωρ
ὀνθολόγος
ὄνθος
View word page
ὀνήμενος
ὀνήμενος, ὄνησα, ὀνήσει,
A). v. ὀνίνημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνήμενος
Headword (normalized):
ὀνήμενος
Headword (normalized/stripped):
ονημενος
IDX:
74069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74070
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνήμενος</span>, <span class="orth greek">ὄνησα</span>, <span class="orth greek">ὀνήσει</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀνίνημι.</span> </div> </div><br><br>'}