Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνειρωγμός
ὀνειρώδης
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνελάτης
ὀνέλαφος
ὄνευος
ὀνεύω
ὀνέω
ὀνή
ὀνηγός
ὀνήϊος
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
ὀνήμενος
ὀνήμων
View word page
ὀνηγός
ὀνηγός, ,
A). v. ὀναγός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνηγός
Headword (normalized):
ὀνηγός
Headword (normalized/stripped):
ονηγος
IDX:
74060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74061
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνηγός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀναγός.</span> </div> </div><br><br>'}