Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνειρόφοβος
ὀνειρόφρων
ὀνειρωγμός
ὀνειρώδης
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὀνελάτης
ὀνέλαφος
ὄνευος
ὀνεύω
ὀνέω
ὀνή
ὀνηγός
ὀνήϊος
ὀνηλασία
ὀνηλάσιον
ὀνηλατέω
ὀνηλάτης
ὀνηλατικός
ὀνήλατος
ὀνημάξιον
View word page
ὀνέω
ὀνέω,
A). v. ὀνίνημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνέω
Headword (normalized):
ὀνέω
Headword (normalized/stripped):
ονεω
IDX:
74058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74059
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀνίνημι.</span> </div> </div><br><br>'}