Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειρόπληκτος
ὀνειροπλήξ
ὀνειροποιουμένη
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλησις
ὀνειροπολία
ὀνειροπολικός
ὀνειρόπολος
ὀνειροπομπέω
ὀνειροπομπία
ὀνειροπομπός
ὄνειρος
ὀνειροτόκος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφοβος
ὀνειρόφρων
ὀνειρωγμός
View word page
ὀνειροπολικός
ὀνειροπολ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
of
or
for dreaming
:
τὸ ὀ.
the art of interpreting dreams,
Placit.
5.1.1
.
ShortDef
of, for dreams; the art of dream interpreting
Debugging
Headword:
ὀνειροπολικός
Headword (normalized):
ὀνειροπολικός
Headword (normalized/stripped):
ονειροπολικος
IDX:
74040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74041
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνειροπολ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for dreaming</span> : <span class="quote greek">τὸ ὀ.</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the art of interpreting dreams,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Placit.</span> 5.1.1 </span> .</div> </div><br><br>'}