Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειρόπληκτος
ὀνειροπλήξ
ὀνειροποιουμένη
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλησις
ὀνειροπολία
ὀνειροπολικός
ὀνειρόπολος
ὀνειροπομπέω
ὀνειροπομπία
ὀνειροπομπός
ὄνειρος
ὀνειροτόκος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφοβος
View word page
ὀνειροπόλησις
ὀνειροπόλ-ησις, εως, ,
A). dreaming, Cael.Aur. TP 5.7 .


ShortDef

dreaming

Debugging

Headword:
ὀνειροπόλησις
Headword (normalized):
ὀνειροπόλησις
Headword (normalized/stripped):
ονειροπολησις
IDX:
74038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74039
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνειροπόλ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dreaming,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cael.Aur.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">TP</span> 5.7 </span>.</div> </div><br><br>'}