Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειρόπληκτος
ὀνειροπλήξ
ὀνειροποιουμένη
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλησις
ὀνειροπολία
ὀνειροπολικός
ὀνειρόπολος
ὀνειροπομπέω
ὀνειροπομπία
ὀνειροπομπός
View word page
ὀνειρόπληκτος
ὀνειρό-πληκτος, ον,
A). scared by a dream, Hsch., Suid.


ShortDef

scared by a dream

Debugging

Headword:
ὀνειρόπληκτος
Headword (normalized):
ὀνειρόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
ονειροπληκτος
IDX:
74034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74035
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνειρό-πληκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scared by a dream,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}