Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνείραυτ
ὀνείρειος
ὀνειρήεις
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειρόπληκτος
ὀνειροπλήξ
ὀνειροποιουμένη
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλησις
ὀνειροπολία
ὀνειροπολικός
ὀνειρόπολος
View word page
ὀνειρολεσχία
ὀνειρο-λεσχία, ,
A). talking in dreams, ibid., dub. l. in Suid.


ShortDef

talking in dreams

Debugging

Headword:
ὀνειρολεσχία
Headword (normalized):
ὀνειρολεσχία
Headword (normalized/stripped):
ονειρολεσχια
IDX:
74031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνειρο-λεσχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">talking in dreams,</span> ibid., dub. l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}