Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὄνειραρ
ὀνειρατικός
ὀνειράτιον
ὀνειραυτοπτέω
ὀνείραυτ
ὀνείρειος
ὀνειρήεις
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρολεκτέω
ὀνειρολεσχία
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειρόπληκτος
ὀνειροπλήξ
View word page
ὀνειρόγονος
ὀνειρό-γονος, ον,
A). accompanied by ὀνειρωγμός, Cael.Aur. TP 1.3 , 5.7 .


ShortDef

accompanied by

Debugging

Headword:
ὀνειρόγονος
Headword (normalized):
ὀνειρόγονος
Headword (normalized/stripped):
ονειρογονος
IDX:
74025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνειρό-γονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">accompanied by</span> <span class="foreign greek">ὀνειρωγμός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cael.Aur.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">TP</span> 1.3 </span>,<span class="bibl"> 5.7 </span>.</div> </div><br><br>'}