Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὄνειδος
Ὀνείλεον
ὀνεῖον
ὄνειος
ὄνειος
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὄνειραρ
ὀνειρατικός
ὀνειράτιον
ὀνειραυτοπτέω
ὀνείραυτ
ὀνείρειος
ὀνειρήεις
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
View word page
ὀνειράτιον
ὀνειρ-άτιον, τό, Dim. of ὄνειρος, Sch. A. R. 2.197 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνειράτιον
Headword (normalized):
ὀνειράτιον
Headword (normalized/stripped):
ονειρατιον
IDX:
74019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνειρ-άτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">ὄνειρος,</span> Sch. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> </span> R.<span class="bibl"> 2.197 </span>.</div><br><br>'}