Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
Ὀνείλεον
ὀνεῖον
ὄνειος
ὄνειος
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὄνειραρ
ὀνειρατικός
ὀνειράτιον
ὀνειραυτοπτέω
ὀνείραυτ
ὀνείρειος
ὀνειρήεις
ὀνειρογενής
ὀνειρόγονος
ὀνειροδότης
ὀνειροκρισία
View word page
ὄνειραρ
ὄνειραρ,
A). v. ὄνειρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄνειραρ
Headword (normalized):
ὄνειραρ
Headword (normalized/stripped):
ονειραρ
IDX:
74017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74018
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄνειραρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄνειρος.</span> </div> </div><br><br>'}