Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
Ὀνείλεον
ὀνεῖον
ὄνειος
ὄνειος
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὄνειραρ
ὀνειρατικός
ὀνειράτιον
ὀνειραυτοπτέω
ὀνείραυτ
ὀνείρειος
ὀνειρήεις
ὀνειρογενής
View word page
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτ-ησία, ,
A). obtaining of revelations in a dream, PMag.Berol. 1.329 (ὀνειροτ- Pap.).


ShortDef

obtaining of revelations in a dream

Debugging

Headword:
ὀνειραιτησία
Headword (normalized):
ὀνειραιτησία
Headword (normalized/stripped):
ονειραιτησια
IDX:
74014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74015
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνειραιτ-ησία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">obtaining of revelations in a dream,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Berol.</span> 1.329 </span> (<span class="foreign greek">ὀνειροτ-</span> Pap.).</div> </div><br><br>'}