Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀνειδείω
ὀνειδίζω
ὀνείδισις
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
Ὀνείλεον
ὀνεῖον
ὄνειος
ὄνειος
ὀνειραιτησία
ὀνειραιτητέω
ὀνειραιτητόν
ὄνειραρ
ὀνειρατικός
ὀνειράτιον
ὀνειραυτοπτέω
View word page
Ὀνείλεον
Ὀνείλεον·
θυσία Ποσειδῶνος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Ὀνείλεον
Headword (normalized):
ὀνείλεον
Headword (normalized/stripped):
ονειλεον
IDX:
74010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74011
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ὀνείλεον·</span> <span class="foreign greek">θυσία Ποσειδῶνος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}