Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀνᾶς
ὄνασθαι
ὄνασις
ὄναται
ὅνε
ὄνειαρ
ὀνειδείη
ὀνείδειος
ὀνειδείω
ὀνειδίζω
ὀνείδισις
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστέον
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὀνειδιστικός
ὄνειδος
Ὀνείλεον
ὀνεῖον
ὄνειος
View word page
ὀνείδισις
ὀνείδ-ῐσις, εως, ,
A). = ὀνειδισμός , Hsch. s.v. ἔλεγξις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνείδισις
Headword (normalized):
ὀνείδισις
Headword (normalized/stripped):
ονειδισις
IDX:
74002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-74003
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀνείδ-ῐσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀνειδισμός</span> , Hsch. s.v. <span class="ref greek">ἔλεγξις.</span> </div> </div><br><br>'}