Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμφαλικός
ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλοτομία
ὀμφαλώδης
ὀμφαλωτός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὀμφήεις
ὀμφητήρ
Ὄμφις
ὄμφορα
ὄμωμι
ὁμωνυμέω
View word page
ὀμφαλοτομία
ὀμφᾰλο-τομία, ὀμφᾰλο-τόμος,
A). v. ὀμφαλητ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμφαλοτομία
Headword (normalized):
ὀμφαλοτομία
Headword (normalized/stripped):
ομφαλοτομια
IDX:
73956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73957
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμφᾰλο-τομία</span>, <span class="orth greek">ὀμφᾰλο-τόμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀμφαλητ-.</span> </div> </div><br><br>'}