Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀμφακισμός
ὀμφακίτης
ὀμφακόκαρπος
ὀμφακόμελῐ
ὀμφακομελίτης
ὀμφακοράξ
ὀμφακός
ὀμφακώδης
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
ὀμφαλικός
ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλοτομία
View word page
ὀμφαλικός
ὀμφᾰλ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
=
ὀμφάλιος
,
Phan.Hist.
29
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀμφαλικός
Headword (normalized):
ὀμφαλικός
Headword (normalized/stripped):
ομφαλικος
IDX:
73946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73947
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμφᾰλ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀμφάλιος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phan.Hist.</span> 29 </span>.</div> </div><br><br>'}