Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμφακίας
ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφάκιος
ὀμφακίς
ὀμφακισμός
ὀμφακίτης
ὀμφακόκαρπος
ὀμφακόμελῐ
ὀμφακομελίτης
ὀμφακοράξ
ὀμφακός
ὀμφακώδης
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
ὀμφαλικός
ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
View word page
ὀμφακομελίτης
ὀμφᾰκο-μελίτης [ῑ] οἶνος,
A). = ὀμφακόμελι , Paul.Aeg. 3.39 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμφακομελίτης
Headword (normalized):
ὀμφακομελίτης
Headword (normalized/stripped):
ομφακομελιτης
IDX:
73940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73941
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμφᾰκο-μελίτης</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span> <span class="foreign greek"> οἶνος,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀμφακόμελι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3.39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 3.39 </a>.</div> </div><br><br>'}