Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀμφαῖος
ὀμφακηρός
ὀμφακίας
ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφάκιος
ὀμφακίς
ὀμφακισμός
ὀμφακίτης
ὀμφακόκαρπος
ὀμφακόμελῐ
ὀμφακομελίτης
ὀμφακοράξ
ὀμφακός
ὀμφακώδης
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
ὀμφαλικός
ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
View word page
ὀμφακόκαρπος
ὀμφᾰκό-καρπος,
A). v.l. for ὀμφαλό- , Dsc. 3.90 , cf. Gal. 11.834 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμφακόκαρπος
Headword (normalized):
ὀμφακόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
ομφακοκαρπος
IDX:
73938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμφᾰκό-καρπος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">ὀμφαλό-</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.90 </span>, cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.834 </span>.</div> </div><br><br>'}