Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁμόψυχος
ὁμόω
ὀμόω
ὄμπαξ
ὄμπη
ὄμπνειος
ὄμπνη
ὀμπνηρὸν
ὀμπνιακός
ὄμπνιος
ὀμπνιόχειρ
ὀμφαῖος
ὀμφακηρός
ὀμφακίας
ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφάκιος
ὀμφακίς
ὀμφακισμός
ὀμφακίτης
View word page
ὀμπνιόχειρ
ὀμπνιόχειρ·
πλουσιόχειρ, πλούσιος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀμπνιόχειρ
Headword (normalized):
ὀμπνιόχειρ
Headword (normalized/stripped):
ομπνιοχειρ
IDX:
73927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73928
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀμπνιόχειρ·</span> <span class="foreign greek">πλουσιόχειρ, πλούσιος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}