ὄμπνη
ὄμπν-η, ἡ,
A). food, bread-corn, Διόνυσον ὄμπνῃ συντίθησιν (cj. 2.11 for δαίνυσι τ’ ἔμπης, dub.): in pl. ὄμπναι, cakes of meal and honey, sacrificial cakes, Fr. 123 , 268 ; πολυωπέας ὄμπνας honeycombs, Al. 450 ( ὄμπας codd. opt. and Sch.). (The form ὄμπη is found in l.c., AB 287 , , EM 625.52 .) ,
II). ὄμπνη· τροφή, εὐδαιμονία,