Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁμόχρως
ὁμόχωρος
ὁμοψηφέω
ὁμόψηφος
ὁμοψυχία
ὁμόψυχος
ὁμόω
ὀμόω
ὄμπαξ
ὄμπη
ὄμπνειος
ὄμπνη
ὀμπνηρὸν
ὀμπνιακός
ὄμπνιος
ὀμπνιόχειρ
ὀμφαῖος
ὀμφακηρός
ὀμφακίας
ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
View word page
ὄμπνειος
ὄμπν-ειος
,
A).
f.l. for
ὄμπνιος
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὄμπνειος
Headword (normalized):
ὄμπνειος
Headword (normalized/stripped):
ομπνειος
IDX:
73922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73923
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄμπν-ειος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ὄμπνιος</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}