Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοχρώματος
ὁμόχρως
ὁμόχωρος
ὁμοψηφέω
ὁμόψηφος
ὁμοψυχία
ὁμόψυχος
ὁμόω
ὀμόω
ὄμπαξ
ὄμπη
ὄμπνειος
ὄμπνη
ὀμπνηρὸν
ὀμπνιακός
ὄμπνιος
ὀμπνιόχειρ
ὀμφαῖος
ὀμφακηρός
ὀμφακίας
ὀμφακίζω
View word page
ὄμπη
ὄμπη,
A). v. ὄμπνη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄμπη
Headword (normalized):
ὄμπη
Headword (normalized/stripped):
ομπη
IDX:
73921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄμπη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄμπνη.</span> </div> </div><br><br>'}