Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁμότροπος
ὁμοτροφία
ὁμότροφος
ὁμοτροχάω
ὁμοτυπία
ὁμότυπος
ὁμοτύραννος
ὁμοῦ
ὁμόϋλος
ὀμοῦμαι
ὅμουρα
ὁμουργός
ὁμουρέω
ὁμοφάγος
ὁμοφεγγής
ὁμοφήτωρ
ὁμόφθογγος
ὁμοφλεγής
ὁμόφλεκτος
ὁμόφλοιος
ὁμόφοιτος
View word page
ὅμουρα
ὅμουρα·
σεμίδαλις ἑφθή, μέλι ἔχουσα καὶ σησάμην,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὅμουρα
Headword (normalized):
ὅμουρα
Headword (normalized/stripped):
ομουρα
IDX:
73879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73880
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὅμουρα·</span> <span class="foreign greek">σεμίδαλις ἑφθή, μέλι ἔχουσα καὶ σησάμην,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}