Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναρπάζω
ἀναρπάξανδρος
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραγής
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
ἀναρρέζω
ἀναρρέπω
ἀναρρέω
ἀναρρήγνυμι
ἀναρρηθῆναι
ἀνάρρημα
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρριζόω
View word page
ἀναρραφικός
ἀνα-ρραφικός, , όν,
A). used in ἀναρραφή, σμιλίον ibid.


ShortDef

used in ἀναρραφή

Debugging

Headword:
ἀναρραφικός
Headword (normalized):
ἀναρραφικός
Headword (normalized/stripped):
αναρραφικος
IDX:
7386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνα-ρραφικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">used in</span> <span class="foreign greek">ἀναρραφή, σμιλίον</span> ibid.</div> </div><br><br>'}