Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμότεχνος
ὁμότηθος
ὀμότης
ὀμοτικός
ὁμοτιμία
ὁμότιμος
ὁμότιτθος
ὁμότοιχος
ὁμοτονέω
ὁμότονος
ὁμότοξος
ὀμοτός
ὁμοτράπεζος
ὁμοτρεχής
ὁμοτριβέω
ὁμότριχος
ὁμοτροπία
ὁμότροπος
ὁμοτροφία
ὁμότροφος
ὁμοτροχάω
View word page
ὁμότοξος
ὁμό-τοξος, coined by Id.
A). s.v. Ἄβιοι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμότοξος
Headword (normalized):
ὁμότοξος
Headword (normalized/stripped):
ομοτοξος
IDX:
73862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμό-τοξος</span>, coined by Id.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">Ἄβιοι.</span> </div> </div><br><br>'}