Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁμοπράγμων
ὁμόπτερος
ὁμόπτολις
ὁμορβεῖν
ὀμοργάζω
ὄμοργμα
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὁμόρησις
ὁμόριος
ὁμορίτας
ὅμορος
ὁμοροφέω
ὁμορρευστέω
ὁμορροέω
ὁμορρόησις
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμόρροσα
ὁμορρυθμία
ὁμόρρυθμος
View word page
ὁμορίτας
ὁμορίτας·
ἄρτος ἐκ πυροῦ διηττημένου γεγονώς,
Hsch.
(Cf.
ἀμορβίτης, ἀμορίτης.
)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁμορίτας
Headword (normalized):
ὁμορίτας
Headword (normalized/stripped):
ομοριτας
IDX:
73803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73804
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμορίτας·</span> <span class="foreign greek">ἄρτος ἐκ πυροῦ διηττημένου γεγονώς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">ἀμορβίτης, ἀμορίτης.</span>)</div><br><br>'}