Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμοποιός
ὁμοπολέω
ὁμοπόλησις
ὁμόπολις
ὁμοπολιτεία
ὁμοπολίτης
ὁμόπολος
ὁμοπραγέω
ὁμοπράγμων
ὁμόπτερος
ὁμόπτολις
ὁμορβεῖν
ὀμοργάζω
ὄμοργμα
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὁμόρησις
ὁμόριος
ὁμορίτας
ὅμορος
ὁμοροφέω
View word page
ὁμόπτολις
ὁμό-πτολις,
A). v. ὁμόπολις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁμόπτολις
Headword (normalized):
ὁμόπτολις
Headword (normalized/stripped):
ομοπτολις
IDX:
73795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73796
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμό-πτολις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὁμόπολις.</span> </div> </div><br><br>'}