Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροδανισθῆναι
ἀναροιβδέω
ἀναρός
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπάξανδρος
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραγής
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
View word page
ἀναρπάξανδρος
ἀναρπ-άξανδρος,
A). f. l. for ἁρπάξανδρος , q.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναρπάξανδρος
Headword (normalized):
ἀναρπάξανδρος
Headword (normalized/stripped):
αναρπαξανδρος
IDX:
7377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναρπ-άξανδρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f. l. for <span class="ref greek">ἁρπάξανδρος</span> , q.v.</div> </div><br><br>'}