Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὁμονοέω
ὁμονοητέον
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμόνοος
ὁμόνυμφος
Ὁμονῶος
ὁμόλικος
ὁμοούσιος
ὁμοουσιότης
ὁμόπαγος
ὁμοπάθεια
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπαίκτωρ
ὁμόπαις
ὁμοπάτηρ
ὁμοπάτριος
ὁμοπληθής
ὁμοπλοέω
View word page
ὁμοουσιότης
ὁμο-ουσιότης, ητος, ,
A). consubstantiality, Hsch.


ShortDef

consubstantiality

Debugging

Headword:
ὁμοουσιότης
Headword (normalized):
ὁμοουσιότης
Headword (normalized/stripped):
ομοουσιοτης
IDX:
73769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73770
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμο-ουσιότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consubstantiality,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}