Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὁμονηδύϊος
ὁμονοεῖον
ὁμονοέω
ὁμονοητέον
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμόνοος
ὁμόνυμφος
Ὁμονῶος
ὁμόλικος
ὁμοούσιος
ὁμοουσιότης
ὁμόπαγος
ὁμοπάθεια
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπαίκτωρ
ὁμόπαις
ὁμοπάτηρ
ὁμοπάτριος
View word page
ὁμόλικος
ὁμό-λικος
,
ον
,
A).
dwelling together,
Hsch. s.v.
ὁμέστιος.
ShortDef
dwelling together
Debugging
Headword:
ὁμόλικος
Headword (normalized):
ὁμόλικος
Headword (normalized/stripped):
ομολικος
IDX:
73767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73768
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁμό-λικος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dwelling together,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">ὁμέστιος.</span> </div> </div><br><br>'}